ζηλεύω — ζηλεύω, ζήλεψα, ζηλεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ζηλεύω : η μτχ. ζηλεμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → ζηλευτός, αξιοζήλευτος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζηλεύω — pres subj act 1st sg ζηλεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλεύω — και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II] μιμούμαι με ζήλο, με προθυμία νεοελλ. 1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, η, ο ζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα,… … Dictionary of Greek
ζηλεύει — ζηλεύω pres ind mp 2nd sg ζηλεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλευε — ζηλεύω pres imperat act 2nd sg ζηλεύω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐζήλευσεν — ζηλεύω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλεια — και ζούλεια και ζουλεία και ζηλειά (Μ ζήλεια και ζηλεία και ζηλειά) 1. ο φθόνος, το να ζηλεύει κάποιος άλλον ή άλλους, να επιθυμεί τα υπάρχοντα τού άλλου και να τόν φθονεί γι αυτά 2. (για συζύγους ή εραστές) η ζηλοτυπία, η καχυποψία για την… … Dictionary of Greek
μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… … Dictionary of Greek
Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 … Deutsch Wikipedia
Mazonakis — Giorgos Mazonakis (griechisch: Γιώργος Μαζωνάκης, auch George Mazonakis) (* 4. März 1972 in Nikaia, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 Best Of s/Remixes … Deutsch Wikipedia